Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Ζωτικός Χώρος


Εγγύς και Μέση Ανατολή, o "Ζωτικός Χώρος"!
Η μοιρασιά έχει χαθεί, κομμένος κι ο "ομφάλιος λώρος".
Άμμος η γη κι ο ουρανός στενός, λίκνο και δόκανο ο Θεός.
Δαίμονες τρομεροί ξανά με δόρατα και με σφυριά,
δεν έχει σίδερο καμιά στρατιά, ανθεκτικό, στων παρελθόντων τη σκουριά.

Κι η άλλη γη, η γηραιά,  σαν Grand Guignol  σε σινεμά.
Η χτικιασμένη της καρδιά μετρά ακόμα ποσοστά..
"Τον άνηθον , το κύμινον "...
οι υποκριτές, τά ' χουνε χάσει από χθες.
Ούτε και τέλος, ούτε κι αρχή, ο κόσμος έχει σκιαστεί.
ο "Άλλος" είναι ένα πανί, λερό, ωσάν σημαία αυριανή .

Αυτοί κι οι άλλοι με μάτια θολά, οι βρόντοι τους χάλασαν τ΄ αυτιά...
Τρέχουν, λυσσώντας, σαν παλαβοί στα χαρακώματα μ' ένα λουρί .
Είτε από δω είτ' από κει, η απελπισία τους κοινή
Κι αν τ΄ αλλουνού είναι διπλή, το δίκιο ζύγι έχει κλαπεί
Την βλέπουν πάντως την δουλειά... Μα πως θα βγουν απ' τη θηλιά ;
Είναι σαν γέρικα σκυλιά, για φούντο έτοιμοι και θέληση καμιά

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Δυο νύχτες και μια μέρα στο Πυθαγόρειο

Σαν κατεβείς στην προκυμαία 
και πάρεις σβάρνα τις ταβέρνες 
μαζί με την παλιοπαρέα
θα δεις αγάπες σου χαμένες.

Μέσα στις κοσμικές ταβέρνες είναι της «θάλασσας οι λύκοι»
Και σαν της τράτας τους το δίχτυ τραβάνε ζόρικους καιρούς,
τότες που η Μαργιώ στο Κάστρο, με την ελίτσα στο λαιμό 
κουνούσε το λευκό μαντίλι.

Πρωί σα βγεις στην προκυμαία 
και δεις τις έρημες καρέκλες
στο νου σου κάθονται μοιραία
μισόγυμνες ξανθές κοπέλες.

Αράδα οι πάνινες καρέκλες. Κράζουν του πρωινού οι γλάροι.
«Το Πυθαγόρειο ξυπνάει, το μουγκρητό του το ακούς»,
λέει  η Ντόμινικ στον Σταύρο κι είν’ το φιλάκι της πικρό
του χωρισμού στερνό φιλάκι.

Οι βόλτες σου στην προκυμαία 
και στα μπαράκια με τις ξένες
στο στόμα βάζουνε λαθραία
λέξεις απ’ το μυαλό χαμένες.

Μες τα μπαράκια μεθυσμένος από της Κίρκης σου το χάδι,
ξαπλώνεις κάτω αγριεμένος θεριά με τροφαντούς γλουτούς.
Όταν θα φτάσει ως τον φάρο η ξωτική τους μυρωδιά,
θα φεύγει το παλιό ποστάλι.



ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟ 1992, ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ Φεβρουάριος 2002

canzone arrabbiata - (greek subs)

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Η Κοιλάδα και ο Ωκεανός

Στην εύφορη κοιλάδα σεριανούσα με μια πικρόγλυκη γεύση πορτοκαλιού στο στόμα.  
Κοίταζα τα βουνά που με έκλειναν στα γνωστά,  τα χειρίσιμα και τα μοναχικά. 
Είπα ν 'ανεβώ ως την κορφή κι ας φοβόμουν τον ανήφορο και την αναπνοή μου, την κουρασμένη από καιρό . 
Ένα ελαφρό αεράκι με καλούσε.
 Ανέβηκα και να ο ωκεανός!                                                
"Θέλω  να χαθώ στα απέραντα νερά του,  μα τι θα απόγινουν τα δέντρα μου;  Άραγε ποιος τώρα τους μιλά;"    
"Φυγε και γίνε πετεινό του ουρανού.  
Χάσε την ψυχή σου και σώστη .."


Με λαχτάρα και ορμή κατέβηκα την άλλη πλαγιά.
Βούτηξα στα ατέλειωτα νερά. Δροσιά και αδρεναλίνη . 
Έψαξα όλο τον βυθό, κυνήγησα τα καβούρια κι έφτιαξα σχεδία .


Από την κορφή είχα δει το πλοίο με την γοργόνα στο φουγάρο.  
Αυτό πλέον με δονούσε . Αντί  για τα δέντρα ο μύθος με τους γυμνούς μαστούς .
Ήθελα να πω στον Καπετάνιο για το μεγαλο ταξίδι μέχρι την άλλη στεριά . 
Τον έφτανα και να ! σαλπάριζε 
Δεν καταλαβαίνει τα σήματα μου!
"Τρέχα! Χάσε την ψυχή σου και σώστη, δες τα πετεινά του ουρανού!" 

Πίσω από τις γραμμές μιας ψευδοαναμόρφωσης…

  "ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ"  ΑΠΟΨΕΙΣ 02.01.24 16:00 Αλέξανδρος Σταθακιός*      Σε αρκετές τελευταίες δημόσιες τοποθετήσεις της διο...