Θυμάσαι που είπες στην αρχή
«για μια βραδιά ας κοιμηθώ
στης ποταμιάς το γυάλινο χαλίκι»;
Με κείνο το φεγγάρι ταξίδεψες...
Στο στόμα όμως έμεινε αλάτι και φαρμάκι.
Θυμάσαι; Είχες σαν ευχή
τον κρύο αέρα του βουνού
μες της σπηλιάς το μυστικό ψαλτήρι.
«Ιθύνων νους σχεδόν ανώφελων μαχών»
σε κείνο το φαράγγι ακούστηκες.
Κι αν ψωραλέα λάφυρα κέρδισες,
αλήθεια πόσο πόθησες ένα μαϊστραλάκι !
Έμεινες ταμπουρωμένος στην ακτή
σ΄ ένα χαντάκι μες την άμμο.
Οι θάλασσες σου γίναν ένα τίποτα
και στάχτη ακόμα ζωντανή τσιγάρισε
τ’ αδέσποτα μαλλιά σου .