Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2023

Ο παππούς μου ο Λευτέρης και ο δικός μου "δωδεκάλογος του Γύφτου".

 


    Για τον έναν παππού μου, που φέρω το όνομά του έχω γράψει μια- δυο φορές με την ευκαιρία της ονομαστικής μας εορτής και για την παρακαταθήκη του.
Για τον άλλο, τον μητρικό παππού μου, που έπαιξε εξίσου σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της κοινωνικής μου ταυτότητας, σκεφτόμουν πως έπρεπε να γράψω κάποια στιγμή κάτι και έλεγα πως θα το κάνω με την ευκαιρία της γιορτής του. 

Ήταν χθες: του Αγίου Ελευθερίου. 
Το όνομά του το έχουν δυο αγαπημένα μου πρώτα ξαδέλφια: ο δικηγόρος και ο γιατρός. Πάντως κι εγώ, χωρίς να έχω το όνομα, του μοιάζω κάπως στη φάτσα... 
Η μοίρα το έφερε μάλιστα χθες βράδι να βρεθώ στον ίδιο χώρο, όπου πριν 30 και πλέον χρόνια είχαμε κάνει για μια ακόμα φορά παρέα και μου είχε πει κάποια πράγματα, που τα θεωρώ ανάμεσα στα διαμάντια της πνευματικής κληρονομιάς μου. 
Επρόκειτο για ένα θάλαμο νοσοκομείου, όπου βρισκόταν σε ένα ακόμα επεισόδειο της βασανισμένης στο τέλος υγείας του. 

    Αλλά ας πάρω τα πράγματα από την αρχή: Ο παππούς μου Ελευθέριος Κ. Κούμας* γεννήθηκε στους Σπαθαραίους Σάμου, κάπου στον Μεσοπόλεμο και ήταν σιδηρουργός το επάγγελμα. Γι' αυτό υπαινίσομαι τον "δωδεκάλο του Γύφτου" του Κ. Παλαμά. Γιατί για μένα,  το γυφταριό του (το σιδηρουργείο του) ήταν ένας από τους δυο - τρεις πρωταρχικούς χώρους που έβαλα τις πνευματικές μου βάσεις. Έτσι ώστε να μπορώ να μαθαίνω και να μορφώνομαι με ελευθερία.  Και νομίζω καλά τα πήγα... 

....Και βλέπω τον εαυτό μου πολλές φορές να έχει μια μεθυστική εσωτερική υπεροχή, όταν του αραδιάζουνε τις εύκολες περγαμηνές αριστείας, τύπου "μπατιστένιας από το σαλόνι":
"Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ", εγώ στην έξη μου (habitus) κουβαλάω και ολίγον γύφτο.  Τρέμετε "τα βάρυπνα κοπάδια, απ’ τα ψόφια τα ειδύλλια" , που έλεγε στον δωδεκάλογο και ο εθνικός μας ποιητής. 

    O πατέρας του, ο Κωνσταντής, ο Αμερικάνος, ο προπάππος μου,  πρέπει να είχε ξεχαστεί μετανάστης στα εύφορα λιβάδια κάποιας, αγροτικής μάλλον, Πολιτείας των ΗΠΑ. Όμως, όταν πέθανε η πρώτη του γυναίκα και ένα παιδί του από την Ισπανική γρίπη (έτσι μου έχουν πει), γύρισε να μαζέψει και να αναστήσει τα άλλα τρία παιδιά του. Παντρεύτηκε δεύτερη γυναίκα, την πολύ μικρότερή του, την προγιαγιά μου Ρεγγίνα, την οποία έφτασα να τη γνωρίσω καλά κι εγώ και έκανε άλλα τρία παιδιά, από τα οποία επιβίωσαν τα δύο: Ένα κορίτσι, η Μανδάνη, που έγινε μετά η παπαδιά του παπα Νικόλα του Κρητικού (τρισδιάστατη προσωπικότητα κι αυτός..) και ο παππούς μου ο Λευτεράκης. 

Ελευθέριος από τον αρχηγό μάλλον. Από ότι λέγεται ο Αμερικάνος ήταν ιδεολόγος Βενιζελικός και έτσι του παππού μου το ριζικό από την αρχή ενώθηκε με το "φιλελεύθερο", στο οποίο μπαινόβγαινε σαν γύφτος.. Θα τα πούμε παρακάτω. Ο επαναπατρισθείς λοιπόν έφτιαξε ένα μοντέρνο για την εποχή καφενείο και με αυτό βιοποριζόταν**. Έτσι ο παππούς μου μεγάλωσε μέσα στο διαλεκτικό και γλεντιστικό αυτό περιβάλλον, με ότι μπορείτε να συμπεράνετε για τον χαρακτήρα του. 
    Πριν καλά - καλά ενηλικιωθεί, ενώ ήθελε να μάθει κι άλλα γράμματα, θέλησε την ανεξαρτησία του και πήγε στο Βαθύ και έγινε κάλφας σε έναν καλό σιδερά. Μου έδειχνε αρχοντικά που είχαν "σιδερώσει" στο Βαθύ. Δεν πρόλαβε να πολεμήσει στην Αλβανία, ήταν ακόμη μικρός. Στην Κατοχή οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ, ανοίχτηκε πολύ στην Αντίσταση μαζί και με άλλα αδέλφια του. Πέρασαν απέναντι στην Μικρά Ασία για να γλιτώσουν και από εκεί στη Μέση Ανατολή. Οι στρατολόγοι τον κατέταξαν στο Ναυτικό ως τεχνίτη και θα γινόταν μηχανοσυνθέτης, αν δεν τον σταματούσε η συμμετοχή του στο αριστερό κίνημα του Στρατού της Μέσης Ανατολής και δεν τον έκλειναν οι Εγγλέζοι στο "σύρμα". 

Εκεί μέσα ήταν το δικό του πανεπιστήμιο και από την καλή, με την "διαφώτιση", το διάβασμα  και  τις συζητήσεις με διανοούμενους, αλλά και από την ανάποδη με τις μικροεξουσίες κάποιων στελεχών, που έβλεπε ότι μπορούσαν να ξεφύγουν εύκολα, αν έβρισκαν κάποια μεγαλύτερη δύναμη. Η πολιτική του σκέψη τριγυρνούσε πάντα σε αυτό. Πως μια ελεύθερη, εξισωτική κοινωνία θα μπορούσε να βρει δικλείδες ασφαλείας, να εμποδίζει πολλούς ανθρώπους που έχουν την τάση να δημιουργούν επιτυχημένα κλίκες. "Να μη σου δίνουν λιγάκι ψωμί", όπως έλεγε, "για να σου πάρουν το μυαλό". Και δεν έβρισκε ποτέ κάτι θεσμικό να μπορεί να το σταματήσει, παρά μονάχα τη μόρφωση. Όχι την τυπική εκπαίδευση, αλλά την ουσιαστική παιδεία. 
Ναι! ο παππούς μου στο σιδεράδικο, ανάμεσα σε ρινίσματα και σκουριές είχε βιβλία. Εκεί διάβασα πρώτη φορά το "αλφαβητάρι του Κομμουνισμού" *** του Μπουχάριν, που του το είχε αφήσει κάποιος "παλιός σύντροφος".... Ένας που στο χωριό τον έλεγαν σκωπτικά Μαρξ.  Εδώ που τα λέμε ο Μάρξ ο αυθεντικός, θα έσκαζε από ζήλια για αυτό που έκανε ο ψευδώνυμος στην καρδιά του Προλεταριάτου, έστω της Μανουφακτούρας... Γιατί αυτά τα βιβλία του σιδε
ράδικου, πάντα συζητιόνταν κι εγώ άκουγα...  

Αλλά δεν ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα εκεί .... Αυτό ήταν μια ανάλυση του Βάρναλη: "Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική"Θυμάμαι το σχήμα και το χρώμα του παλιού βιβλίου, από το περιεχόμενο τίποτα...Ήξερα τον Διονύσιο Σολωμό, η μεταφυσική ήταν κάτι που κατηγορούσαν τους παπάδες.. δεν μπόρεσα όμως να τα "κουμπώσω".... Πρέπει να ήμουνα μάλλον στη Πέμπτη Δημοτικού, αλλά πάντα είχα το μεγαλομανιακό ναρκισισμό του "πρώτου νέου σπόρου", που έφαγε το κανάκεμα από δυο εκτεταμένες και δεμένες οικογένειες. Δεν πειράζει, αυτό είναι στην αρχή... μετά κολυμπάω... έχω φάει και πολύ ματαίωση. 

 Το πρώτο βιβλίο που διάβασα κανονικά, κάπου στην Δευτέρα Γυμνασίου, ήταν ένα βιβλίο για τους συνεταιρισμούς. Ένα βοήθημα μάλλον για συνεταιριστικά στελέχη με στοιχεία πολιτικής οικονομίας, κοινωνιολογίας, κοινωνικής ψυχολογίας από κάποιο σεμινάριο μάλλον που θα είχε παρακολουθήσει ο παππούς. Ήταν πολλά χρόνια στο διοικητικό συμβούλιο του συνεταιρισμού, έχοντας κάνει και πρόεδρος. Το βιβλίο αυτό το συζητήσαμε πολύ με τον παππού. Ήταν η πρώτη ενστάλαξη μέσα μου των κοινωνικών επιστημών.  

Αυτό που ήταν όμως ιεροτελεστία στο σιδεράδικο ήταν οι εφημερίδες. "Το Βήμα" της Κυριακής που ο Παππούς το έκανε παραγγελία στο λεωφορείο να του το φέρνει κάθε Δευτέρα και ο "Ρίζος της Δευτέρας", που ο κομματικός διανομέας του χωριού του τον άφηνε κάθε βδομάδα. Στα διαλλείματα διάβαζε με τα μαυρισμένα χέρια του και περνούσαν οι πελάτες και οι περαστικοί και τον ρωτούσαν : "Τι διαβάζ'ς Λιφτέρ;" Έτσι ξεκινούσε πάντα μια συζήτηση για τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα.  Στρωτή, με γωνίες μεν, αλλά χωρίς καυγάδες του τύπου ο Μπήξας και ο Δείξας.. Να, για το πόσο κοινωνική ή ανταγωνιστική μπορεί να είναι η οικονομία, πόσο ελεύθερη η παιδεία, πόσο μπορούμε να βασιζόμαστε στον τουρισμό ή την παραγωγή...Για τον πληθωρισμό (που είχαμε τότε πολύ) και την ανεργία, που υπήρχε, ειδικά των επιστημόνων, αλλά δεν ήταν τόσο τρομερή. Τα άκουγα και μετά τα διάβαζα κι εγώ. Μπορούσα πλέον κάτι να καταλάβω, αλλά κυρίως διάβαζα τα πολλά πολιτιστικά και επιστημονικά που είχαν και οι δυο εφημερίδες. Δεν είναι τυχαίο ότι το επάγγελμα που ήθελα να κάνω στην εφηβεία μου ήταν δημοσιογράφος. 
Θα μπορούσα να γράψω πολλά για το γυφταριό - εντευκτήριο, αλλά ας μη νομίσει κανείς ότι μόνο τα χαρτιά και τα λόγια με μορφώσανε εκεί μέσα. 
    Κατ΄αρχήν ήταν ένα σχολείο αυτοεκτίμησης. Ένα παιδάκι της πόλης στις διακοπές του μεταμορφωνόταν σε έναν δημιουργό. Στην αρχή παίζοντας. Το γυφταριό ήταν γεμάτο με λαμαρινίτσες και κομματάκια στραντζαριστά σίδερα ένα σωρό. Ο παππούς μου είχε δείξει να χρησιμοποιώ το σταθερό χειροκίνητο τρυπάνι, να ανοίγω τρύπες και να τα ενώνω μετά με βίδες και πιρτσίνια για να φτιάχνω διάφορες κατασκευές για τα playmobil μου, ή και εντελώς φευγάτες.  Ας πούμε να κατασκευάσω τον "Ναυτίλο" του Ιουλίου Βερν, όπως τον ήθελα εγώ.****  Άσε και τις λίρες που έφτιαχνα με καπάκια από μπουκάλια,  που άνοιγα με το σφυράκι, τα οποία έβαφα μετά με ασημί αστάρι. Έχω ανταλάξει τέτοιες λίρες με στρατιωτάκια και μπίλιες εγώ... Αν έμενα πιο πολύ καιρό στο χωριό, ίσως είχα γίνει μοντέρνος γλύπτης!  Όχι τεχνίτης, εγώ ήμουν γενημένος για φαντασίες έλεγε ο παππούς. 
    Μετά βοηθώντας τον.  Είχε το χάρισμα να βλέπει ένα ωραίο κάγκελο-τα μασίφ κάγκελα ήταν το μεράκι του-  να κάνει ένα σκαρίφημα σε ένα πακέτο τσιγάρα και μετά να κάνει ένα "πατρόν" ας πούμε, ενός "μητρικού" πλαισίου με τα μοτίβα του πάνω σε ένα στυπόχαρτο. Τα κάγκελα έτσι ήταν τότε: ορθογώνια παραλληλόγραμμα πλαίσια, το ένα κολλημένο δίπλα στο άλλο σαν τραίνο,  σε μια αρμονική αλληλουχία ενός- δυο μοτίβων. Πάνω στο πατρόν ήταν κοματάκι- κομματάκι, μετρημένα σε εκατοστά, και ονοματισμένα τα στοιχεία κάθε μοτίβου, που τα κάναμε με λεπτά ή χοντρά λαμάκια, κάποια από τα οποία τα καμπύλωνε μετά, ή τα έστριβε. Αλλά πρώτα έπρεπε να κοπούν. Εγώ μέτραγα ένα - ένα τα συνθετικά μέρη, τα ταξινομούσα σε κατηγορίες ανάλογα το μήκος, μετέφερα τα διαστήματα πάνω σε σιδερένιες βέργες με κιμωλία. Έσφιγγα μετά στην μέγγενη τρία τρία τα σίδερα, που είχαν σημαδεμένες πάνω τους τις ίδιες αποστάσεις και μετά πέρναγε ο παππούς με τον τροχό και τα έκοβε. Και μετά τα τα ταξινομούσαμε για το στοιχείο Α του σχεδίου τόσα σιδεράκια στην άκρη, για το Β το ίδιο κλπ . Μη σας πω ότι και τώρα, για πολύ πιο αφημερημένα πράγματα, όταν κάνω ανάλυση- σύνθεση, πιάνω τον εαυτό μου να κάνει το ίδιο... 
Άλλη μεγάλη εμπειρία μου ήταν τα "επαγγελματικά" μουλάρια των ξυλάδων, των πετράδων και των άλλων λογής ημιονηγών, που του έφερναν να πεταλώσει από όλα τα γύρω χωριά. Ήταν πολύ καλός πεταλωτής, ειδικά για τα τσινιάρικα ζώα που ήταν δύσκολο να τα ηρεμήσουν. Έχω ζήσει από κοντά και αυτή την διαχείριση του πιο άγριου φόβου και της υποταγής μέσω του χαϊδέματος.  
    Τι να πω...συχνά, μικρός και μεγάλος χτυπούσα τα δάχτυλα μου με τα σφυριά, ή με τα ίδια τα σίδερα, τότε ανοίγαμε το ψυγείο και τα βάζαμε στον πάγο. Στο μαγαζί είχε πάντα ένα ψυγειάκι, γιατί στα διαλλείματα εκτός τις εφημερίδες είχε γλυκάκι, με προτίμηση κρέμα καραμελέ και πορτοκαλάδα. Κατά το μεσημεράκι και σαλαμάκι μαζί με ωραίο γιδίσιο τυρί. 
Α, όλα κι όλα, ο παππούς ήταν bon viveur. Όταν πηγαίναμε στο Βαθύ, ή στο Καρλόβασι να ψωνίσουμε υλικά και για γραφειοκρατικές δουλειές ήταν ντυμένος σαν διευθυντής τράπεζας. Αν δεν έβλεπες τα χέρια του, θα τον περνούσες για διευθυντή τράπεζας, καθώς μιλούσε με επίσημο αστικό τρόπο. Το έχω έτσι στο μυαλό μου, γιατί μια φορά πήγαμε σε διευθυντή τράπεζας για ένα δάνειο, φορούσαν το ίδιο τουίντ ανδρικό σακάκι. Του παππού μου ήταν καλύτερο χρώμα. Πριν πάρουμε το λεωφορείο της επιστροφής, έπρεπε να φάμε στο πιο γκουρμέ εστιατόριο που υπήρχε τότε. "Γλέντα τη ζωή, όλοι δυό μέτρα παίρνουν γή. Τα λεφτά είναι δανεικά χέρια αλλάζουν τακτικά", χόρευε. 
Σαν να το ήξερε. Πέθανε σχετικά νέος από καρκίνο των λεμφαδένων, αφού πρώτα ταλαιπωρήθηκε πάνω από μια δεκαετία από δισκοπάθεια, πνευμονοπάθεια, πάρκινσον. 
Τα "ζεστά σίδερα" που έφτιαχνε στο καμίνι, χωρίς καμία ιδιαίτερη προφύλαξη και μάλλον η θητεία του ως γκασταρμπάιντερ σε αυτοκινημηχανίες στη Γερμανία, στη χύτευση των βαριών εξαρτημάτων όπως έλεγε, τον κατέβαλαν.. 
Μπαινόβγαινε στο τέλος συχνά στο νοσοκομείο. Ένα καλοκαίρι έξι χρόνια πριν πεθάνει, είχε μπεί πάλι... για ποια επιπλοκή, δεν θυμάμαι...
Ήταν το καλοκαίρι που είχα καταφέρει να περάσω θεολογία, αλλά είχα ερωτηματικά τι κάνω, αφού με θεωρούσα άθεο, αλλά από την άλλη ήθελα να σηκωθώ και να φύγω.
Πήγαινα τότε και του έκανα παρέα τα απογεύματα και του διάβαζα "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς.." του Χρόνη Μίσιου, που είχα ανακαλύψει και τρελαινόμουν, αλλά του άρεσε και αυτουνού. 
Εκεί που έλεγε για τους παπάδες των εξοριών, για τον μετέπειτα "Άγιο Πρεβέζης", ας πούμε... 
Του λέω:

 "Τέτοιους θα βρω κι εγώ τώρα;"

" Υπάρχει και ο Παπά Πυρουνάκης" , μου έλεγε. "Σκέψου εσύ που θέλεις να δουλεύεις κοινωνικά τι μπορείς να κάνεις εκεί μέσα. Θα βρεις μια κοινότητα, τα πράγματα αλλάζουν, δεν είναι πλέον χουντικοί οι παππάδες." 

"Ναι, αλλά γενικώς είναι συντηρητικοί.."

"Κοίτα, τώρα εσύ  είσαι νέος και νομίζεις ότι μπορεί να κάνεις πολλά, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι  είναι τον περισσότερο καιρό συντηρητικοί. Επαναστατούν μόνο όταν θα έρθει η ώρα. Αυτό που μπορείς να τους κάνεις στο ενδιάμεσο, είναι να μην είναι πειθήνια, υποταγμένα πρόβατα της κάθε εξουσίας. Θα σκύβουν το κεφάλι μεν, τι να κάνουν;  αλλά και οι άλλοι, οι από πάνω θα ξέρουν ότι δεν τους έχουν απόλυτα... και τότε και τα κάθε είδους αφεντικά θα προσέχουν, δεν θα αφηνιάζουν..." 
(Και χαμογέλασε) "Και σαν άνθρωπος του Θεού, αυτό μπορείς να το κάνεις εύκολα. Θα σπέρνεις την αμφιβολία απέναντι σε κάθε κοντινό είδωλο! Τον Θεό δεν τον ξέρει ποτέ κανένας απόλυτα και έτσι μπορεί να τον αλλάζει μέσα στον χρόνο.."
Έτσι ξεκίνησα δειλά την καριέρα μου με τον Θεό, μετά και με άλλους θεούς... Ψηλαφώντας τα όρια της εμπιστοσύνης σε έναν Θεό που μπορεί ο καθένας να τον δει με τα δικά του ιδιαίτερα μάτια. Να γίνει δικός του ο Θεός, όχι να του "φορεθεί".  

    Εκείνη η συζήτηση είναι από τις πιο σταμπαριστές της σχέσης μας. Έτυχε να ξαναβρεθώ εκεί που έγινε ανήμερα της γιορτής του 15.12.2023, Είμαι συγκινημένος πολύ. Μέχρι τώρα που την έγραψα και την έβγαλα, δεν μπορούσα να ξεφύγω από τις εικόνες του. 
Ίσως οι γνωστοί του περιμένατε να περιγράψω τον παππού μου, όπως τον είδατε εσείς, με βάση τις κοινές εντυπώσεις. Δεν γίνεται, τον έχω κάνει δικό μου, δεν μου έχει "φορεθεί".
Ο κυρ Λευτέρης στάθηκε για μένα από τους μεγαλύτερους ηθικούς και υλικούς ευεργέτες, αλλά πάνω από όλα μοναδικός δάσκαλος.


"Κάτω απ’ το χώμα μες στα σταυρωμένα χέρια τους

κρατάνε τις καμπάνας το σχοινί,

προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την Ανάσταση" 


(Το διάβασα μάλλον πρώτη φορά σε κείνον τον "Ρίζο της Δευτέρας"!) 

.................................................................................. . 



* Κούμας από την Κούμα - Κύμη της Εύβοιας, ένα στοιχείο που μαρτυρεί πως στο χωριό μας, εκτός τους εξόριστους πρωτοσπαθάριους των έκπτωπτων ρωμαίων αυτοκρατόρων, ήρθαν και Ευβοιώτες κάποτε. 
** Εκτός από το καφενείο ο προπάππος ζήτησε να του φτιάξουν μια βαριά σιδερένια σβάρνα σαν αυτές που είχε δει στην Αμερική, πήρε ένα μουλάρι σαν ελέφαντα και βάλθηκε να στρωματίζει κάθε γαρμπίλι σε κάθε πλάτωμα που μπορούσε να φανταστει στο ορεινό χωριό μας, για να φτιάξει αμπέλια . Και έφτιαξε και το ιδιαίτερο μαύρο κρασί του το πουλούσε στο καφενείο. Αλλά δεν σταματούσε, συνέχιζε να σβαρνίζει μέχρι που μας βγήκε το όνομα. Λένε ότι πέθανε, επειδή κρύωσε ιδρωμένος από αυτή τη δουλειά. 
*** Η πολιτική σκέψη και η ζωή του παππού ήταν μια διαρκής διαλεκτική ανάμεσα στην επανάσταση και την ήπια μεταρρύθμιση. Όταν γύρισε προβληματισμένος από το σύρμα, πολύ αργότερα από τον εναπομείναντα πιστό βασιλικό στρατό, δεν βγήκε στο βουνό, αλλά ως "υπόπτων φρονημάτων" δεν στρατεύτηκε στον φοβερό εμφύλιο. Η οικογένειά του τον ξαναέβαλε στο "φιλελεύθερο" κόμμα, έκανε και κοινοτικός σύμβουλος κάποιες φορές με τους συνδιασμούς αυτού του χώρου. Παράλληλα όμως συνέχιζε να διαβάζει προοδευτικά βιβλία, που σου κόστιζαν στον χαφιέ, όπως επίσης να έχει επαφές με τους σταμπαριστούς κκεδες, μάλλον μέσω των συζητήσεων στο σιδεράδικο. Γι΄ αυτό και επί μεταπολίτευσης του άφηναν πάντα και "Ριζοσπάστη", θεωρώντας ότι ίσως ρίξει και εκεί καμία ψήφο. Βέβαια, αφού είπε και αυτός "Καραμανλής ή τα Τάνκς", πήγε στον πιο φυσικό χώρο που θα μπορούσε να περιέξει το δικό του ανοιχτό πολιτικό κουβάρι: Το ΠΑΣΟΚ. Ευτυχώς πέθανε ακριβώς την στιγμή που πήραν το πάνω χέρι οι εκσυγχρονιστάδες. Είχε πλάκα .. Μια φορά βάφαμε με μίνιο κάποια πορτοπαράθυρα και έγραψα ένα ΚΚΕ σε μια πέτρα του τοίχου  του λιοτριβιού, όπου απιθώναμε τα νεοβαμένα. Πήγε τότε αυτός στην ακριβώς αρμονικά απέναντι πέτρα του τοίχου και έγραψε με κόκκινο μίνιο ΠΑΣΟΚ. Μετά πέρασαν κάποιοι άλλοι Πασόκοι και το επαναχρωμάτισαν πράσινο. Όμως μέσα από το πράσινο, ειδικά όταν άρχιζε να ξεθωριάζει από τον ήλιο, φαινόταν και το κόκκινο.... Έμειναν για καιρό. 
**** Συχνά σήμερα αναρωτιούνται στην παρέα μου,  γιατί παλεύω να επανακαθορίσω καθιερωμένα πράγματα σε νέες εναλλακτικές  μορφές. Μα το έκανα μικρός! γίνεται! 


Πίσω από τις γραμμές μιας ψευδοαναμόρφωσης…

  "ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ"  ΑΠΟΨΕΙΣ 02.01.24 16:00 Αλέξανδρος Σταθακιός*      Σε αρκετές τελευταίες δημόσιες τοποθετήσεις της διο...