“To Καλόν της Φύσης”
Παρουσίαση της Ποιητικής Συλλογής του Τριαντάφυλλου Σερμέτη «Μύχιες Παύσεις», Πολυχώρος «Αίτιον», 16-4-2016
Του Αλέξανδρου Σταθακιού*
Ξεκινώντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον
ποιητή μας, το Τριαντάφυλλο, που μου έκανε την εξαιρετική τιμή να
παρουσιάσω την ποιητική του συλλογή.
Με τον Τρ. Σερμέτη γνωριζόμαστε εδώ και
πολλά χρόνια, από τον καιρό των σπουδών μας στο τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ,
όταν μαζί με πολλούς συμφοιτητές μας, αλλά και δασκάλους μας
ονειρευόμασταν μια ελλαδική θεολογία, κατοχυρωμένη, όχι τύποις, αλλά
ουσιαστικά στον χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών, μακριά από τον
δογματισμό, τον φουνταμενταλισμό, τον ευσεβισμό, βεβαίως όμως μια σπουδή
με χωροχρονικό εντοπισμό και όχι αφηρημένη…
Μετά φύγαμε από την σχολή, έκανε ο
καθένας μας πολλά άλλα πράγματα και ξανασυναντηθήκαμε στον χώρο των
αγώνων από την πλευρά της Αριστεράς, για μια κοινωνία και μια χώρα
απελευθερωμένη από τα Χρέη και την μπότα του ξεδιάντροπου και
μισάνθρωπου πλέον Νεοκαπιταλισμού.
Με «τσίγκλισε» λοιπόν αυτή η παρουσίαση,
γιατί είχα έναν ποιητή που δεν μπορεί, θα κουβαλούσε και εξέφραζε
κάποια φορτία σαν και τα δικά μου.
Η ποίηση του Τριαντάφυλλου δεν είναι εύκολη.
Συνήθως χρειάζεται δεύτερο και τρίτο
διάβασμα για να σου μιλήσει.. Αν σου μιλήσει όμως, μπορεί να σε κάνει κι
εσένα να θες να απαντήσεις ποιητικά στις λίγες αράδες του κάθε
ποιήματός του.
O ίδιος ο Τριαντάφυλλος έγραψε πρόσφατα στην εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς: «ο
ποιητής βρίσκεται σε μια διαρκή αναμέτρηση αυθυπέρβασης με τον εαυτό
του. Σκοπός είναι να διαβεί την Πύλη που θα τον οδηγήσει στο κάλλος της
φύσης του. Το κάλλος αυτό δεν περιγράφεται με ηθικολογικούς όρους, αλλά
με οντολογικό περιεχόμενο.»
Πάμε λοιπόν στα ποιήματα:
Το Καλό της Φύσης, το Κάλος της, η ομορφιά της, που μπορεί να δει ένας φιλόσοφος και να αισθανθεί ο ποιητής είναι το Όλον, που είναι τελικά Απερίγραπτο,
όσο και αν αυτός με στρατιωτική πειθαρχία προσπαθεί να το κάνει. Όμως
οι λέξεις ξεχύνονται, χτυπάνε την πόρτα, κινημένες από τη θλίψη.
Αυτά μας λέει ο ίδιος στο εισαγωγικό ποίημα Άρρητο και συνεχίζει:
Οι λέξεις κουβαλάνε θλίψη, αν το παίξιμο
τους γίνει μελωδία, αν έστω λίγο προσεγγίσουν την απερίγραπτη ομορφιά,
ενδεχομένως να απαλύνουν την θλίψη, όχι επειδή θα επουλώσουν τις αιτίες
της, αλλά γιατί θα της δώσουν νόημα.
Οι λέξεις γιατί είναι αλήθεια θλιμμένες;
Γιατί είναι ο καημός «ζωών που ζητούν ανάσταση από εξουσίες που τις πατούν» (ποίημα «Το βραδινό ταξίδι»), γιατί θρηνούν για τις αλήθειες που χάθηκαν (ποίημα «Θρήνος»), γιατί οι χαμένοι έρωτες του βυθού μας δεν νανουρίζονται πάντα ( όπως καταλαβαίνω εγώ το ποίημα «Απώλεια») γιατί η προσωπική θλίψη που δικαιοσύνη αποζητά (π. «Θλίψη») συνδέεται με τις θλίψεις του κόσμου (π. «Έκλειψη»),
μήπως όλες αυτές μαζί λαμπιρίσουν ξανά και ο ήλιος- σύμβολο
ξαναδώσει έστω για λίγο ένα δυνατό φως, που θα δώσει ενέργεια στους
ποιητές της ιστορίας να φανερώσουν το όλον κάλος και της ανθρώπινης
φύσης.
Η φύση είναι παρούσα παντού. Μετά από
την αποκάλυψη αυτών των ποιημάτων φαντάζομαι τον Τριαντάφυλλο να είναι
σε μια καθημερινή παρατήρηση των φαινομένων της, να είναι σε μια άμεση
βιωματική σχέση μαζί τους: Οι κανονικότητες της φύσης που για τους πιο
πολλούς δεν λένε τίποτα πέρα από την αισθητική απόλαυση, ή είναι απλά
κεντρίσματα για πρακτικές λύσεις, για τον ποιητή μας είναι δεν είναι
μόνον αφορμές έκφρασης, δεν είναι απλά σύμβολα, αλλά «νευρώνες» του
συμπαντικού όλου, του «Είναι», όπως λέει ίδιος επηρεασμένος από
τα φιλοσοφικά του διαβάσματα, που διασύνδεουν τα γεγονότα της
προσωπικής του ιστορίας, αλλά και της ιστορίας όλου του κόσμου και τα
κάνουν κάπως διαφορετικά, πιο διάφανα, λιγότερο πονετικά και έτσι η
φυσική ύπαρξη μπορεί να συνεχίσει να διατηρεί την ομορφιά της. Η
ανείπωτη ομορφιά του όλου κόσμου και του όλου ανθρώπου είναι το μπαστούνι του ποιητή για να βαδίσει τον Χρόνο.
Τι να μνημονεύσει κανείς από τα ποιήματα για αυτή τη σχέση;
Τα σκοτεινά άγρια δάση συνομιλούν με του
έρωτα την τέρψη και περιέργως πως με την φωτεινή του πλευρά. Ο
Τριαντάφυλλος συνομιλητής για κάμποσο χρόνο της ζωής του με βυζαντινούς
ασκητές, αυτόν τον έρωτα έχει καταρχήν στο νου του.. (π. «Μακρινά μέρη»).
Ο βυθός της θάλασσας που νανουρίζει στη λάσπη του τα ναυάγια, του δίνει τρόπο να νανουρίσει τους χαμένους του έρωτες (π. «Απώλεια»),
δεν τα αφήνει να ξαφρίσουν. Αλίμονο όμως Τριαντάφυλλε, τα τσουνάμι στην
θάλασσα της ζωής είναι πιο συχνά και ξαναφέρνουν πάνω τα παλιά ναυάγια…
Κάπως το βλέπει αυτό στο ποίημα «Μεταβολές», όταν λέει ότι «στης θάλασσας τα μαύρα κύματα, αναζητά το δένδρο της ζωής» και από αυτή την αναζήτηση γαληνεύει το υπαρξιακό του νερό.
Το νερό είναι το κυρίαρχο ίσως στοιχείο
της φύσης στην ποίηση του Σερμέτη. Αλλού οι σταγόνες της βροχής γίνονται
διάφανα καρφιά που φέρνουν μπροστά στα πρόσωπα της αλήθειας τον φόβο
(π. «Διαφάνεια»).
Τα ακίνητα όμως γαλαζοπράσινα νερά στο ποίημα «Ακινησία»
βυθίζουν «στων ονείρων την άβυσσο». Είναι ένα ποίημα που με δυσκόλεψε.
Τι θέλει να πει ο ποιητής; Ευτυχώς είναι το όλον της συλλογής. Καλύτερα
ο πόνος της κίνησης που μπορεί να βρει το νόημα του, παρά η ακινησία
που όσο φαινομενικά όμορφη να είναι, τελικά είναι το βαθύτερο αβυσσαλέο
σκοτάδι..
Η άνοιξη και τα λουλούδια της, οι μυρωδιές της είναι το δεύτερο στοιχείο της φύσης στην συλλογή αυτή. «Αιώνια φιλώ τα εύφορα χείλη σου»,
και μας μιλά για το πόσο υγρό χώμα έχει πίσω της, πόσο μυστικούς
σπόρους εμπεριέχει αυτή η εκστατική στιγμή που δεν μπορεί οι
περισσότεροι άνθρωποι την έχουνε νιώσει. (π. «Εύφορο Άνθος»).
Παρόλα αυτά, η πιο σίγουρη η πιο συνήθης κανονικότητα της φύσης, η εναλλαγή της μέρας με την νύχτα, στο ποίημα «Αχρονία»,
μάταια κοιτούν τον ποιητή. Υπάρχουν στιγμές ερήμου ή αβύσσου στην ζωή,
μοναξιάς. Το πεπερασμένο ον άνθρωπος θα δυσκολευτεί να ξαναφέρει τον Χρόνο, να ξανάρθουν ο ήλιος, το φεγγάρι, η βροχή, το χιόνι, κάποιος κάτι να συνομιλήσει, να γίνει Πρόσωπο θα έλεγα εγώ.
Ο ποιητής μας προειδοποιεί: «φέρνει τον εαυτό του από μακριά», εκεί που κατάφερε να τον συναντήσει, όπως μας λέει στο ποίημα «Νοσταλγία»,
επομένως δεν θέλει την εύκολη τέρψη μας, θα ήθελε όμως, θα τον βοηθούσε
να μας έχει παρέα μέσα από αυτά τα ποιήματα, στο μακρύ ταξίδι του Χρόνου.
Έτσι κι αλλιώς για τον ποιητή μας, η Ύλη φτιάχνεται από Πνεύμα.
Η συλλογική μνήμη (το ανώτερο προϊόν στο εργοστάσιο του Χρόνου,
επέτρεψε μου Τριαντάφυλλε, μια προσθήκη) κρατά το Πνεύμα αθάνατο, έστω
και αν η ψυχή είναι άυλη ύλη, υποκείμενη και αυτή στην φθορά (π. «Μνήμη»).
Μας θυμίζει στο ποίημα «Μοναξιά», ο δρόμος είναι δύσβατος, γεμισμένος με στάλες αίμα από ακάνθινα στεφάνια, θα σκιάζει ανήμπορη τις ψυχές η δημιουργία του κόσμου. Οι Ποιητές θα προσπαθούν την ομορφιά να την τοποθετήσουν προσεκτικά να μην την κλέψει ο άνεμος, αλλά;;;
Η δυνατότητα μιας ουσιαστικής και όχι μιας μαγικής Αθανασίας τον απασχολεί σε πολλά ποιήματα, θα σκιαγραφήσει όμως στην «Ψυχής Προΰπαρξη», ότι αυτό που υπάρχει πριν από την ατομική ύπαρξη είναι «φωτιά, νερό, αίμα και η καιόμενη ενέργεια του έρωτα» (βλέπω εδώ μια συνομιλία μεταξύ Ηράκλειτου και Νίτσε).
Έτσι κι αλλιώς ο αδυσώπητος Ληξίαρχος
του Χρόνου είναι άπειρος και με τις δυο έννοιες που μπορεί να σκεφτεί
κανείς για αυτό το επίθετο. (π. «Ληξίαρχος»)
Φαντάζομαι λοιπόν τον φιλόσοφο και ποιητή Τριαντάφυλλο Σερμέτη, ενδεχομένως χωρίς και ο ίδιος να το έχει σκεφτεί, με το ποίημα «Αέναον», με πέντε αράδες, να θέλει να μιλήσει με τον Μάρτιν Χάιντεγκερ και με ένα έργο που ποτέ δεν τελείωσε το «Είναι και χρόνος». Γράφει λοιπόν:
«Μία μία οι λέξεις υφαίνουν τις πολύχρωμες κουρελιασμένες κλωστές του Είναι, ξηλωμένες από της ύλης, του Χρόνου το στρίφωμα» .
Αυτό είναι ένα κέρδος της ποίησης, τόμοι
επιχειρημάτων, ερωτημάτων νοηματικών και βιβλιογραφικών συνδέσεων
μπορεί να αφήσουν έναν διαφορετικό ανθό σε κάποιον που δεν τα διαβάζει
όλα αυτά μόνο για ταξινομήσει κάπου στα κύτταρα του εγκεφάλου του
λέξεις, αλλά γιατί προσδοκά να κάνει ένα βήμα με το μπαστούνι του, που
είπαμε πριν. Το «άνθος» της ποίησης, που με λίγα, διαφορετικά λόγια,
μαζεύει τους χυμούς ενός πολυσύνθετου υπεδάφους, είναι κληρονομιά για
πολλούς, για όσους τέλος πάντων η θύελλα των καταναλωτικών εικόνων και η
χρησιμοθηρία δεν έχουν περιορίσει το Όλον των αντιληπτικών τους δυνατοτήτων.
Διαβάζοντας αυτά τα ποιήματα είχα
διαρκώς ένα ερώτημα, που θα συναντήσω τον Τριαντάφυλλο που ήξερα και να
δω μέσα από το ακέραιο ποιητικό έδαφος, ξανά το ιστορικό του για μένα
πρόσωπο.
Τον έψαξα λοιπόν ως Θεολόγο:
Δεν μπορούσα λοιπόν παρά να αρχίσω από το ποίημα «Αμαρτία»:
Καλά λοιπόν διακηρύσσει, κάποιος που
μίλησε με το παλιό Τμήμα Θεολογίας της Θεσσαλονίκης, αλλά και κάποιος
που μίλησε με την χειραφέτηση του Φιλοσοφικού τόπου, ότι η Αμαρτία δεν
είναι η παράβαση κάποιας δοσμένης άνωθεν και άλογης τυπικότητας.
Συναντιέται στην Ενδοχώρα, είναι ο Θάνατος που – δεν μπορεί- θα τον
ένιωσαν όσοι μπλέχτηκαν στου αλαλαγμού την αμμοθύελλα. Η ζωή μοιάζει να
συνεχίζεται ως ενοχή, «εμείς σταματήσαμε.. εμείς κρύψαμε». Η μοναδική
υπαρξιακοί υπέρβαση της ενοχής, είναι η σκέψη ότι οι πρωτόπλαστοι, είναι
και έσχατοι, έχουν τον χρόνο, εδώ μπροστά τους, εδώ και τώρα να
ξανακινήσουν ότι σταμάτησε, να ξαναφωτίσουν ότι κρύφτηκε.
Οι άνθρωποι διαφορετικοί, αλλά και ολόιδιοι ζητούν Ανάσταση, ως «παλιάτσοι που φορούν παράξενα φυλακτά και παρακαλούν ευλαβικά τους θεούς να τους χαρίσουν στολίδια». (π. «Το βραδινό ταξίδι»)
Είναι η τυπική θρησκευτικότητα αυτό το μοτίβο.
Στο ποίημα «Ζωής Τρόπος», όμως νομίζω ότι συναντά ένα ολόκληρο πολιτισμό, που όσο κι αν έχει κρυφτεί «από των αιώνων τη σκουριά» έχει έναν τρόπο ζωής μετά την τυπική θρησκευτικότητα:
«Διψώ την Ζωή, τη σχέση ζητώ
απεγνωσμένα, στην στέρηση την ψηλαφώ, τον έρωτα ιδιοποιούμαι, αρνούμαι
τη ζωή…. Παραιτούμαι της ζωής για σένα έρωτα.»…. γράφει ο Τριαντάφυλλος.
Παρόλα αυτά η τελική απάντηση είναι Κοινωνική. Όπως γράφει στο ποίημα «Θάνατος», δεν φτάνει να ενωθεί η ατομική ύπαρξη με τα «μαύρα κύματα του Μεγάλου Ωκεανού» με το ακινησία ενός σύμπαντος έξω από τον Χρόνο, όπως θα έλεγαν κάποιοι Ινδουϊστές γκουρού, «θέλει να πλέξουμε τις αγκαλιές μας με στάλες αίμα», να κάνουμε δηλαδή συλλογικό, ότι ζωτικό δώσει ο καθένας μας ατομικά, προσπαθώντας να νικήσει τον θάνατο.
Στα «Κρυμμένα δάκρυα» γράφει κάτι που μου θυμίζει την «Αποκάλυψη του Ιωάννη»: Το βλέμμα του Ουρανού θα μας ρωτήσει όλους αν υπήρξαμε για να μας ανοίξει την πόρτα μιας άλλης πίστας της Ύπαρξης. Και συνεχίζει «Εκείνος που ζει για τον εαυτό του, δεν άρχισε ακόμα να ζει» (π. «Μηδέν»).
Ένα άλλο ιστορικό πρόσωπο του Τριαντάφυλλου που μου έχει αποκαλυφθεί, είναι αυτό του Κοινωνικού Στοχαστή και Αγωνιστή:
Σε ένα από τα λίγα ποιήματα του, που μιλά για την Πολιτεία, στους «Άφωνους Καιρούς»,
ο ποιητής που είναι ακόμα ασήμαντος (το ακόμα δική μου προσθήκη)
συνεχίζει να παίζει μια μελωδία όμορφα θλιμμένη, οι περαστικοί δεν
μπορούν να βρουν νόημα στην άσχημη ομορφιά, την χλευάζουν.
Επειδή δεν επιθυμούν να ξεκινήσουν από κει, που είναι μια ποιητική,
αγωνιστική λύση, όπως μας έχουν πει τόσα γραπτά του Τριαντάφυλλου,
μοιάζει μοιραίος μετά από αυτή την απροθυμία τους ο Μεγάλος Ύπνος.
Έχει εξήγηση για αυτό. Γράφει στο ποίημα «Ανάγκη»: «Αφουγκράζομαι τους ήχους των αλυσίδων της Ματαιοδοξίας, ζω και πεθαίνω στις μέρες τις ανάγκης, Δέσμιος γίνομαι».
Πάντως ο Μεγάλος Ύπνος δεν είναι Θάνατος στο ποίημα «Χαμένη Ελπίδα» ο ποιητής ακούει «σαλπίσματα οριστικά, πληγές παλιές από τα κρυπαγήματα ανοίγουν».
Δεν μπορεί να παραιτηθεί, όσα ξέρει, όσα έχει μέσα του τον στοιχειώνουν: «Κόβω τα ρόδα μου, να γίνουν ένα με το χώμα και αυτά ανθίζουν στο δέντρο ξανά και ξανά, επιμένουν να με στοιχειώνουν» (π. «Φόβος»)
Για το τέλος άφησα, αυτό το ποίημα που πιο συνολικά αποτυπώνει το «ποιητικώς ζην» του Τριαντάφυλου, που για μένα είναι το ποίημα των ποιημάτων του:
Η αίθουσα
Στον πίνακα χαραγμένες
τελευταίες λέξεις σιωπής ,
ομίχλη εντός μου
σκόνη αιωρείται άσπρης κιμωλίας,
ατελεύτητος ο χρόνος
ακίνητος έμεινε
προσμένοντας τον ήλιο,
Η πόρτα μικρή
ολάκερος γαλάζιος ουρανός εμπρός μου
που ποτέ δε διάβηκα
Σημείωση: Στη φωτογραφία από την παρουσίαση ο ποιητής και οι παρουσιαστές Αναστασία Βούλγαρη και Αλέξανδρος Σταθακιός.
* Ο Αλέξανδρος Σταθακιός είναι γραμματέας
του Πανελλαδικού Σωματείου Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης,
περιφερειακός σύμβουλος Βορείου Αιγαίου με την παράταξη Βόρειο
Αιγαίο-Γόνιμη Γραμμή.