Στην εύφορη κοιλάδα σεριανούσα με μια πικρόγλυκη γεύση πορτοκαλιού στο στόμα.
Κοίταζα τα βουνά που με έκλειναν στα γνωστά, τα χειρίσιμα και τα μοναχικά.
Είπα ν 'ανεβώ ως την κορφή κι ας φοβόμουν τον ανήφορο και την αναπνοή μου, την κουρασμένη από καιρό .
Κοίταζα τα βουνά που με έκλειναν στα γνωστά, τα χειρίσιμα και τα μοναχικά.
Είπα ν 'ανεβώ ως την κορφή κι ας φοβόμουν τον ανήφορο και την αναπνοή μου, την κουρασμένη από καιρό .
Ένα ελαφρό αεράκι με καλούσε.
Ανέβηκα και να ο ωκεανός!
"Θέλω να χαθώ στα απέραντα νερά του, μα τι θα απόγινουν τα δέντρα μου; Άραγε ποιος τώρα τους μιλά;"
"Φυγε και γίνε πετεινό του ουρανού.
Ανέβηκα και να ο ωκεανός!
"Θέλω να χαθώ στα απέραντα νερά του, μα τι θα απόγινουν τα δέντρα μου; Άραγε ποιος τώρα τους μιλά;"
"Φυγε και γίνε πετεινό του ουρανού.
Χάσε την ψυχή σου και σώστη .."
Με λαχτάρα και ορμή κατέβηκα την άλλη πλαγιά.
Βούτηξα στα ατέλειωτα νερά. Δροσιά και αδρεναλίνη .
Έψαξα όλο τον βυθό, κυνήγησα τα καβούρια κι έφτιαξα σχεδία .
Από την κορφή είχα δει το πλοίο με την γοργόνα στο φουγάρο.
Αυτό πλέον με δονούσε . Αντί για τα δέντρα ο μύθος με τους γυμνούς μαστούς .
Ήθελα να πω στον Καπετάνιο για το μεγαλο ταξίδι μέχρι την άλλη στεριά .
Τον έφτανα και να ! σαλπάριζε
Δεν καταλαβαίνει τα σήματα μου!
Με λαχτάρα και ορμή κατέβηκα την άλλη πλαγιά.
Βούτηξα στα ατέλειωτα νερά. Δροσιά και αδρεναλίνη .
Έψαξα όλο τον βυθό, κυνήγησα τα καβούρια κι έφτιαξα σχεδία .
Από την κορφή είχα δει το πλοίο με την γοργόνα στο φουγάρο.
Αυτό πλέον με δονούσε . Αντί για τα δέντρα ο μύθος με τους γυμνούς μαστούς .
Ήθελα να πω στον Καπετάνιο για το μεγαλο ταξίδι μέχρι την άλλη στεριά .
Τον έφτανα και να ! σαλπάριζε
Δεν καταλαβαίνει τα σήματα μου!
"Τρέχα! Χάσε την ψυχή σου και σώστη, δες τα πετεινά του ουρανού!"