Του Αλέξανδρου Σταθακιού
Πριν εννιά χρόνια είχα γράψει αυτό το άρθρο σε άλλο πλαίσιο.Μπορείτε να το βρείτε αναρτημένο και σε αυτές τις Ιστοσελίδες : Εδώ κι εδώ Eδώ τώρα κάνω μια μικρή αναθεώρηση και βάζω ένα επίμετρο , το οποίο μιλά για το τώρα και την διεύρυνση ίσως της οπτικής από τον χρόνο και τα γεγονότα που επισυνέβησαν. .
Το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Αριστεράς στην Ελλάδα, μάλλον ξεκινά να έχει πολιτικοκοινωνικό ενδιαφέρον με τη δυναμική εμφάνιση του Κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, λίγο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, αφού πριν δενείχαμε στη χώρα μας μαζικά σοσιαλιστικά κόμματα, τέτοια που να αναγκάσουν το χώρο της Εκκλησίας, να ασχοληθεί ευδιάκριτα μαζί τους. Αν μπορεί κανείς νασταχυολογήσει κάποιες αναφορές, μάλλον θα πρέπει να τις συμπεριλάβει στη συνολικότερη αντίδραση ενός συμπαγούς τμήματος του εκκλησιαστικού χώρου απέναντι στις «νέες ιδέες».
Έτσι, οι σχέσεις Εκκλησίας και Αριστεράς στην Ελλάδα ξεκινάνε μέσα σε ένα δύσκολο, συγκρουσιακό πλαίσιο που διαμορφώνει αυτή και μόνο η πραγματικότητα των δύο χώρων: Από τη μια έχουμε ένα κομμουνιστικό κίνημα που «δεν ξεχνά» ότι η μαχητική αθεΐα είναι μία θεωρητική του αρχή.Από την άλλη, μια Εκκλησία ταυτισμένη με το κράτος που το κίνημα αυτό θέλει να ανατρέψει, μια Εκκλησία που, ιδιαίτερα εκείνον τον καιρό, λίγο πριν-λίγο μετά από το τέλος της «Μεγάλης Ιδέας», δονείται από τον αμφιλεγόμενο «εθναρχικό» της ρόλο και αντιδρά λυσσαλέα απέναντι σε όποιον θέλει να τον περιορίσει. Επιπρόσθετα, η πρακτική των Μπολσεβίκων απέναντι στην ομόδοξη Ρωσική Εκκλησία, θα ενισχύσει την επιθετικότητα των εκπροσώπων της Εκκλησίας. Φωνές σαν αυτή του Μπερδιάγεφ, που συνδέουν τη μεταεπαναστατική κατάσταση της Ρωσικής Εκκλησίας με το πώς αυτή είχε τοποθετηθεί προεπαναστατικά απέναντι στο κοινωνικό πρόβλημα, θα ακουστούν δυστυχώς από μια μικρή μειοψηφία εντός της Ελλαδικής Εκκλησίας (π.χ. ο Ειρηναίος Σάμου).
Όταν κανείς μιλάει για Εκκλησία και Αριστερά, κάνει μια σύμβαση. Αναφέρεται στο «στελεχιακό δυναμικό» και των δύο χώρων που εκφέρει σχετικό δημόσιο λόγο. Στην πραγματικότητα, ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων που δημιούργησαν τους εργατικούς, συνεταιριστικούς και άλλους αγώνες του Μεσοπολέμου είχαν αναφορές στην Εκκλησία, ενώ ταυτόχρονα συνεργάστηκαν και υποστήριξαν στελέχη του «άθεου» ΚΚΕ. Η «μεγάλη συνάντηση» θα λάβει χώρα στο πλαίσιο της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης.
Η συνάντηση αυτή, από την πλευρά του Κομμουνιστικού Κόμματος, θα οδηγήσει και σε επίσημη «τροποποίηση της γραμμής» με το περίφημο άρθρο του Ζαχαριάδη στον Ριζοσπάστη της 9/9/1945 με τίτλο Ορθοδοξία, που αναγνώριζε διαχρονικά «προοδευτικό ρόλο» σε ένα σημαντικό τμήμα της Εκκλησίας. Από την άλλη, τμήμα του κλήρου (ακόμη και επίσκοποι) που είχε στενές σχέσεις με το ΕΑΜ, υποστήριζε να λυθεί το κοινωνικό πρόβλημα της Ελλάδας με δυναμικό τρόπο. Η σχέση αυτή που ξεκίνησε δύσκολα, φαινόταν να παίρνει έναν πιο λειτουργικό δρόμο.
Παρ’ όλα αυτά, το τραυματικότερο σημείο είναι αμέσως μετά: Το μεγαλύτερο μέρος αυτού που μπορεί να περιγραφεί ως ελλαδικός εκκλησιαστικός χώρος (αφού αποκαθάρθηκε βίαια από τα “αναρχικά” στοιχεία του), χρησιμοποιήθηκε κατά τον Εμφύλιο και κυρίως μετά ως ένα σημαντικό τμήμα του μηχανισμού κρατικής προπαγάνδας.
Βεβαίως εδώ πρωτοστάτησαν οι παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, αλλά και ένα μεγάλο τμήμα της επίσημης Εκκλησίας ουσιαστικά στην περίοδο αυτή είχε καταληφθεί από ανθρώπους αυτών των αντιλήψεων. Μάλιστα, αντίθετες σε αυτή την κατάσταση φωνές εντός του εκκλησιαστικού χώρου διώκονταν συγκεκαλυμμένα ή ορισμένες φορές και φανερά.
Κάποια πράγματα θα μείνουν ανεξίτηλα: Για παράδειγμα, οι «δηλώσεις μετανοίας» των εξόριστων και φυλακισμένων που συχνά διαβάζονταν από τον παπά του χωριού μετά τη λειτουργία ή ο ρόλος που είχαν -ή υποχρεώνονταν να έχουν- οι καθηγητές Θρησκευτικών στα σχολεία.
Έχω την αίσθηση πως καταστάσεις από αυτή την εποχή που λειτουργούν ακόμα και σήμερα στο συλλογικό ασυνείδητο, δημιουργούν αμφίπλευρα δυσκολίες σε μία ψύχραιμη σχέση Εκκλησίας και Αριστεράς.
Από τη μια ένα ευδιάκριτο τμήμα της Εκκλησίας που ζητά «μεγαλεία εντός του κράτους», αυτή την εποχή αποζητά. Όμως το κράτος έδινε την πρωτοκαθεδρία στην Εκκλησία σε κάποιους τομείς υστερόβουλα: Για να χρησιμοποιήσει την παραδοσιακή της επιρροή στη συγκρότηση και τη συγκράτηση ενός αυταρχικού συστήματος «διαχείρισης» ανθρώπων.
Από την άλλη, ένα τμήμα της Αριστεράς ταυτίζει σχεδόν ολόκληρο τον εκκλησιαστικό χώρο με την ανελευθερία και την «αντίδραση», περιμένοντας από κάθε άνθρωπο της Εκκλησίας να λειτουργεί όπως ο σκυθρωπός ιεροκήρυκας εκείνης της εποχής.
Η μεταπολίτευση, βέβαια, άλλαξε το σκηνικό σε αυτή την κατάσταση. Η ηρωική αντίσταση κάποιων ιερωμένων σαν τον παπα-Πυρουνάκη, οι επιρροές της Θεολογίας της απελευθέρωσης που έρχονταν από την Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική, ώς ένα σημείο, και η προσπάθεια διάκρισης του ορθόδοξου κοινοτικού πνεύματος σε σχέση με τον παπικό εξουσιαστικό συγκεντρωτισμό από τη μια, αλλά και την
Προτεσταντική ηθική που έχει σχέση με το «πνεύμα του Καπιταλισμού», δημιούργησαν βάσεις πλησιάσματος και διαλόγου. Ορόσημο αυτής της κατάστασης η συμμετοχή του κόμματος της «Χριστιανικής Δημοκρατίας», ενός κόμματος με έντονες αναφορές στην Εκκλησία και, ουσιαστικά, γέννημα αυτού του αμφιλεγόμενου μεταπολεμικού εκκλησιαστικού χώρου , σε ένα συνασπισμό
κομμάτων υπό τον τίτλο «Συμμαχία της Αριστεράς» το 1977.
Επικεντρώνοντας αναγκαστικά στο πλαίσιο αυτού του άρθρου, θα λέγαμε ότι όλο αυτό το ιστορικό υλικό συνεχίζει να είναι «παρών» ως υπόστρωμα, κάθε φορά που γεννιέται μια κατάσταση στις σχέσεις Εκκλησίας και Αριστεράς, αλλά σε ρεαλιστικό επίπεδο δυο είναι τα θέματα που πρέπει να συζητηθούν. Και βέβαια, όχι ως ένα μεταξύ των δύο παιγνίδι που εκκρεμεί από καιρό, αλλά ως τμήμα του συνολικού διαλόγου της Εκκλησίας με την κοινωνία.
Τα θέματα αυτά είναι ο χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος και η εκκλησιαστική περιουσία.
Και για τα δυο ζητήματα μπορεί να βρεθεί λύση με την επίδειξη «γενναιότητας» και
από τις δυο πλευρές.
Για το πρώτο θέμα, εφόσον μπορεί να συμφωνηθεί ένας
αμοιβαία επωφελής χωρισμός. Η Εκκλησία μετατρέπεται σήμερα ολοένα και περισσότερο σε ένα «απολίθωμα» εντός του χώρου του κράτους, ένας απλά ξεπερασμένος θεσμός τελετουργικής χρήσης, ενώ ο χωρισμός δυνητικά θα μπορούσε να θέσει τις βάσεις για μια αυτοδύναμη, αναπτυσσόμενη κοινότητα πιστών μέσα σε μια πολυτασική κοινωνία.
Από την άλλη, η Αριστερά θα μπορούσε να δει το θέμα σε όλες του τις λεπτομέρειες .
Για παράδειγμα υπάρχει το θέμα του λεγόμενου "κατώτερου κλήρου" και το ότι αυτή η θεσμική εκκλησία, "ιδιωτικού δικαίου" που θα προκύψει από έναν χωρισμό τώρα, χρειάζεται να έχει ένα σύστημα διοίκησης για τα κοινοτικά της, σαν αυτό που θέλησε να εισάγει ο Αντώνης Τρίτσης . Αλλιώς μπορεί να φτιάξει κανείς μια αυτοαναπαραγόμενη εταιρεία ανώτερων κληρικών μέσα στην Κοινωνία, που θα χρησιμοποιεί και την σφραγίδα της Πίστης.
Για το θέμα της περιουσίας είναι αναγκαίο να κατανοήσουν όλοι στην Εκκλησία ότι η Αριστερά δεν είναι δυνατό να συμβιβαστεί με μεγάλη περιουσία, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς όφελος των αδυνάτων και ιδιαίτερα όταν αυτή χρησιμοποιείται ως «κεφάλαιο» με τον τρόπο των καπιταλιστών.
Από την άλλη και η Αριστερά μπορεί να δεχτεί πως μια αυτοδύναμη και κοινωνικά προσανατολισμένη Εκκλησία έχει ανάγκη κάποια περιουσία για να χρηματοδοτήσει το κοινωνικό της έργο. Κλείνοντας, Αριστερά και Εκκλησία θα μπορούσαν να βασίσουν την ώριμη σχέση μεταξύ τους και στις παρακάτω παραδοχές: 1. Η Εκκλησία είναι μια άλλου είδους συσσωμάτωση, διαφορετική από τις πολιτικές,που στους κόλπους της περιλαμβάνει αριστερούς και δεξιούς πιστούς, οι οποίοι μπορεί να διαφωνούν στα πολιτικά, αλλά λειτουργούν μεταξύ τους σε ένα άλλο
επίπεδο με αξίες όπως αυτές της Αυτοπροσφοράς και της Καταλαγής.
2. Εκκλησία και Αριστερά μπορεί σε κάποια σημεία να τέμνονται στα κοινωνικά ζητήματα, αλλά δεν είναι ανάγκη να ταυτιστούν. Η Αριστερά, έχοντας πικρή πείρα από την χρησιμοποίηση της Εκκλησίας εναντίον της από τους πολιτικούς της αντιπάλους, δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τον εκκλησιαστικό λόγο προπαγανδιστικά.
3. Η Ορθοδοξία έχει σημαντική πολιτιστική σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα. Όμως Ελλάδα και Ορθοδοξία δεν είναι το ίδιο πράγμα.
4. «Θρησκευόμενοι» και «Άθεοι» είναι δυο σεβαστές καταστάσεις στην αγωνιώδη υπαρξιακή αναζήτηση του ανθρώπου. Ο κάθε χώρος μπορεί να ασκεί γόνιμη κριτική στον άλλο. Η κριτική αυτή βοηθά στην διαρκή ανανέωση, που κανονικά είναι και για τους δύο χώρους ζητούμενη.
Επίμετρο.
Αυτά τα έγραφα το 2013 .
Σήμερα δεν θα έβαζα τον ίδιο τίτλο.
Θα έγραφα "Υπαρκτή Εκκλησιαστική Κοινότητα και Υπαρκτή Πολιτική Πράξη Απελευθέρωσης από την Καταπίεση, την Φτώχεια και την Αδικία."
Η Υπαρκτή Εκκλησιαστική Κοινότητα είναι πολλά συστήματα:
Τεμνόμενοι, Επαλάλληλοι και Απομακρυνόμενοι κύκλοι και γύρω από όλους αυτούς ένας Ατελεύτητος και Άρρητος Κύκλος - Πρόσωπο, ο Χριστός, που οι περισσότεροι σε αυτό τον τόπο, από υποκριτικά μέχρι ερωτικά εισέρχομεθα.
Οι "μικροί κύκλοι";
Το "Δεσποτάτο" με τους αρχιμανδρίτες....
Οι "πνευματικοί" και οι "γέροντες", αλλά και οι "ελλογιμότατοι" ... Θεολόγοι και μη
Οι επιτρόποι και οι επιτροπεύοντες..
Ο"λαϊκός" Κλήρος ο μεγάλος αυτός χαμένος.
Ναι κάποιοι από τους μη ελλόγιμους ρασοφόρους δεν υποφέρονται..
Όπως δεν υποφέρονται πολλοί μεροκαματιάρηδες του δημοσίου.
Όμως και πολλοί από αυτούς υποφέρουν όπως δεν υποφέρουν οι άλλοι μεροκαματιάρηδες του Δημοσίου *.
Και βέβαια σε αυτήν την Κοινότητα μπαίνουμε κι εμείς οι πολλοί, που είμαστε στο μέσα κι όξω..
Δηλαδή αυτοί που, ενώ πολλες φορές γελάμε με τις κάθε είδους υπερβολές, ίσως κατά βάθος νοσταλούμε ακόμα και το κατηχητικό του απλού παππά με τον "Βίο και Πολιτεία" του Αγίου Νικόλα, του Αγίου Αντωνίου και άλλων..
Με τα κηρυγματα για το τι έκανε με το χωράφι της χήρας ο τρομερός Χρυσόστομος και το τι απάντησαν στον Ναβουχοδονόσορα τα "Παιδιά στο καμίνι" και πως έκλαψε ο Ιερεμίας έξω απο την χαλασμένη του Πόλη.
Πολλοί σε αυτή τη διαδρομή, αν και ακούσαμε για θαύματα και πιστέψαμε ότι γίνονται (ακόμα και σε άλλα ...κοινωνικά επίπεδα), δεν ακούσαμε όμως τα διάφορα φετιχιστικά που ακούγονται από φουνταμενταλιστικούς κύκλους και δυστυχώς τον τελευταίο καιρό πολλαπλασιάζονται.
Όσοι έχουμε μιαν επίγνωση της λεγόμενης βιωματικής μάθησης ξερουμε ότι και αυτό (αμφιταμινούχο καμιά φορά) " όπιο του λαού" και αυτός " ο στεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος" ** στο βάθος - βάθος συνέλεσαν ώστε να γίνουμε κοινωνικά ανήσυχοι.
Ίσως δε, έστω λίγο, μέσα και από αυτό τον δρόμο συναντηθήκαμε με την Κοινωνική Αριστερά.
Γιατί κάθε άλλη ιδεοληπτική, φετιχιστική, φραμπαλάδικη, αριστερά είναι "αριστερά" και σε αυτό θα συμφωνουσε πρώτα από όλα και ο ίδιος ο Κάρολος Μαρξ..
Γιατί τελικά στις μετά-μεταμοντένες μέρες μας ότι έγραψε ο Μαρξ για τον "φετιχισμό (του Καπιταλιστικού ) εμπορεύματος " κατά αναλογία μπορεί να εξηγήσει τον φετιχισμό και του "εκκλησιαστικού" , αλλά και του "αριστερού" εμπορεύματος .
|
Εγώ Προσκυνητής στο Άγιον Όρος. Κυριακή των Απόκρεω 1993 |
*Ειρήσθω εν παρόδω: Ας είναι καλά που το θεσμικό σύστημα της Εκκλησιαστικής συσσωμάτωσης που έχει προσαρμοστεί σε Μανδαρίνους και από την πλευρά τους πάντα επιβάλουν σε άλλους ότι θεωρούν "πνευματικό".
Ο Απ. Παύλος τα λέει κάπου όμως και διαφορετικά:
Να γίνει Επίσκοπος αυτός που βλέπουμε να τα έχει καταφέρει με την Οικογένεια του.
Ξέρω ότι θα δυσαρεστήσω αρκετούς εξαίρετους ανθρώπους που είναι γύρω από το "δεσποτάτο" και το οιωνεί "δεσποτάτο", αλλά, αν κάνουμε αυτή τη κουβέντα σοβαρά, δεν μπορούμε πάλι να το αποφύγουμε.
Και στον δικό μου συνάφι υπάρχει πολλή υποκρισία, αλλά φροντίζω να εξεγείρομαι..
** "Ο άνθρωπος κάνει τη θρησκεία, όχι η θρησκεία τον άνθρωπο. Η θρησκεία είναι η αυτοσυνείδηση και η αυτοσυναίσθηση του ανθρώπου που δεν έχει βρει ακόμα τον εαυτό του ή τον έχει ξαναχάσει. Η θρησκεία είναι η φαντασιακή πραγμάτωση της ανθρώπινης ουσίας, αφού η ανθρώπινη ουσία δεν έχει αληθινή πραγμάτωση. Η θρησκευτική οδύνη είναι έκφραση της πραγματικής οδύνης και συνάμα διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική οδύνη. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, η ψυχή άψυχων συνθηκών. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Η κατάργηση της θρησκείας ως απατηλής ευτυχίας του λαού σημαίνει αξίωση της πραγματικής του ευτυχίας. Η αξίωση να εγκαταλειφθούν οι αυταπάτες γα την υπάρχουσα κατάστασή του σημαίνει αξίωση να εγκαταλειφθεί μια κατάσταση που έχει ανάγκη τις αυταπάτες. Η κριτική της θρησκείας είναι λοιπόν εμβρυωδώς η κριτική της κοιλάδας των δακρύων που φωτοστέφανό της είναι η θρησκεία." (Μαρξ, "Γερμανογαλλικά Χρονικά", 1844)
Πραγματικά σε αυτό τον αντεστραμένο καθρέπτη, ή τον ξανά αντεστραμένο καθρέπτη (η Διαλεκτική είναι ωραίο και περίεργο εργαλείο) ένας Γρηγόριος Νύσσης για παράδειγμα, εκτός ίσως από την γωνία του καθρέπτη (αν και αυτό δεν είναι σίγουρο) δεν θα άλλαζε και πολλά σε όσα έγραψε ο νεαρός Κάρολος !!!